- επενθρώσκω
- ἐπενθρῴσκω (Α)τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.)2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek